- αγκιτάτορας
- ο [λατ. agitator]αυτός που διεξάγει αγκιτάτσια, δηλ. αυτός που προκαλεί αναβρασμό, ζύμωση, διέγερση στις μάζες και τίς παρακινεί να κινητοποιηθούν για την επίτευξη άμεσων πρακτικών σκοπών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.